- αεροβόλος
- αεροβόλος, ο ουδ. -ο (για όπλα), αυτός που εκτοξεύει το βλήμα με την ενέργεια πιεσμένου αέρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αεροβόλος — ο 1. εκείνος που εκτοξεύει κάτι με την ενέργεια πεπιεσμένου αέρα 2. το ουδ. ως ουσ. το αεροβόλο (ενν. όπλο) … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αεριοβόλος — ο 1. (για συσκευές ή μηχανήματα) αυτός που εκτοξεύει αέρια συχνά χρησιμοποιείται η λ. αντί τού χαρακτηρισμού αεροβόλος* 2. το ουδ. ως ουσ. το αεριοβόλο όπλο που χρησιμοποιεί αέριο αντί αέρα για την εκτόξευση τού βλήματος (βλ. αεροβόλο όπλο) … Dictionary of Greek